- ῥοικοῦ
- ῥοικόςcrookedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ROECUS — I. ROECUS Hesychio, Rycus Suidae, nomen Regis, qui dedit proverbio origninem, Ῥοίκου κριθοπομπία, vide Salmas. Not. ad Iul. Capitolin. in Antonino Pio, c. 9. Melius Rhoecus et Rhycus. Vide quoque supra Rhaemetalces. II. ROECUS vel potius Rhoecus… … Hofmann J. Lexicon universale
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek